- δικηγορίσκος
- οδικηγοράκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < δικηγόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Θεόδ. Γ. Ορφανίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek